Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καί τε

См. также в других словарях:

  • και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη …   Dictionary of Greek

  • και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • καί — and indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»